- συνδιαπλάσσω
- Μανατάσσω σπασμένο οστό ώστε να επέλθει συγκόλληση με το πέρασμα τού χρόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διαπλάσσω «αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδιαπλαττόμενον — συνδιαπλάσσω set pres part mp masc acc sg (attic) συνδιαπλάσσω set pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαπλάττει — συνδιαπλάσσω set pres ind mp 2nd sg (attic) συνδιαπλάσσω set pres ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek